άθυρμα

Greek Monolingual

το (Α ἄθυρμα)
νεοελλ.
1. παιδικό παιχνίδι
2. αυτός που άγεται και φέρεται σαν παιχνίδι, άβουλο όργανο, ανδρείκελο, έρμαιο
αρχ.
1. τέρψη, χαρά
2. στον πληθ. τὰ ἀθύρματα
κοσμήματα, στολίδια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»].