έρμαιο

From LSJ

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642

Greek Monolingual

το (AM ἕρμαιον)
μσν.- νεοελλ.
οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων»)
νεοελλ.
κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή εκβράζεται στην ακτή (συντρίμμια από ναυάγιο, κοχύλια κ.λπ.)
αρχ.-μσν.
ανέλπιστο, θεόπεμπτο δώρο, απροσδόκητη τύχη
αρχ.
1. δώρο του θεού Ερμή
2. ο έρμαξ
3. τύμβος
4. το φυτό αλόη
5. στον πληθ. τὰ ἕρμαια
αγωνιστικές γιορτές νέων που γίνονταν προς τιμήν του Ερμή
6. τὸ Ἕρμαιον
ιερό του Ερμή
7. φρ. «κοινὸν τὸ ἕρμαιον» — πράγμα που βρίσκουν δύο ή περισσότεροι άνθρωποι μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ερμα- (του Ερμής) + -ιόν].