άλεκτρος

Greek Monolingual

ἄλεκτρος, -ον (Α) λέκτρον
1. αυτός που δεν αξιώθηκε νυφικό κρεβάτι, άγαμος, ανύπαντρος
2. που δεν κοιμήθηκε, άυπνος
3. (για γάμο) παράνομος, ανόσιος.