ανόσιος

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο (AM ἀνόσιος, -ον κ. -ιος, -ία, -ιον)
ανίερος, μιαρός, αποτρόπαιος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) βέβηλος, ασεβής, παραβάτης των θείων νόμων
2. (για νεκρούς) εκείνος στον οποίο δεν προσφέρθηκαν οι τιμές της ταφής.