Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
-ια, -ιο (AM ἀνόσιος, -ον κ. -ιος, -ία, -ιον)
ανίερος, μιαρός, αποτρόπαιος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) βέβηλος, ασεβής, παραβάτης των θείων νόμων
2. (για νεκρούς) εκείνος στον οποίο δεν προσφέρθηκαν οι τιμές της ταφής.