ἄμμορος, -ον (Α)(ποιητικός τύπος αντί ἄμοιρος)1. αυτός που δεν παίρνει μερίδιο από κάτι2. αυτός που στερείται κάτι3. δυστυχής, αξιολύπητος, κακομοίρης.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + μόρος «πεπρωμένο, τύχη».ΠΑΡ. αρχ. ἀμμορία.