άναρθρος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄναρθρος, -ον)
(για τη φωνή ή ήχους) ο μη έναρθρος, αυτός που δεν μπορεί να απαρτίσει συγκροτημένες συλλαβές ή λέξεις (όπως οι φωνές των ζώων ή των ανθρώπων που κλαίνε, κραυγάζουν κ.λπ.
το ουδ. ως ουσ. Άναρθρα
θαλάσσια Ασπόνδυλα με δύο άνισα όστρακα (θυρίδες)
αρχ.-νεοελλ. 1.αυτός που δεν έχει ή δεν απέκτησε ακόμη άρθρα, μέλη στο σώμα
2. αυτός που δεν έχει αρθρώσεις
3. γραμμ. αυτός που εκφέρεται χωρίς άρθρο
4. επίρρ. άναρθρα και ανάρθρως
συγκεχυμένα
αρχ.
1. αδύναμος, άτονος
2. αυτός που δεν έχει εμφανή τα μέλη του σώματος, λόγω παχυσαρκίας
3. (για άσμα) αυτός που ψάλλεται χωρίς λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < στερ. αν- + άρθρο.
ΠΑΡ. αναρθρία].