άπειμι

Greek Monolingual

(I)
ἄπειμι (AM) ειμί
1. βρίσκομαι μακριά από κάπου
2. δεν παρευρίσκομαι κάπου, είμαι απών
3. λείπω ή δεν συνυπολογίζομαι
4. (η ευκτ.) ἀπείη
ὃ μὴ γένοιτο
5. η μετοχή ενεστ. (απών, απούσα, απόν αρχ. -μσν., ἀπών, ἀποῦσα, ἀπόν)
αυτός που απουσιάζει, που δεν είναι παρών κάπου.
(II)
ἄπειμι (AM) είμι
1. αποχωρώ, φεύγω
2. βγαίνω απ' το σπίτι για να μετάσχω σε κάποια εκδήλωση
μσν.
απρόσ. ἀπῄει
θα οδηγούσε στο να..., σχεδόν θα...
αρχ.
δραπετεύω ή αυτομολώ
2. ξαναγυρίζω, επιστρέφω
3. φεύγω για πάντα, πεθαίνω
4. αποβάλλομαι, εκκρίνομαι.