άποψη

Greek Monolingual

η (AM ἄποψις) όψις
θέα από κάποια απόσταση
νεοελλ.
ο τρόπος κατά τον οποίο εξετάζει κανείς τα πράγματα, αντίληψη, εκδοχή
αρχ.
1. ψηλό μέρος ή πύργος από όπου βλέπει κανείς σε μεγάλη απόσταση ή από όπου έχει ωραία θέα
2. το μέρος προς το οποίο βλέπει κανείς.