άπτερος

Greek Monolingual

κ. άφτερος, -η, -ο (AM ἄπτερος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν έβγαλε ακόμη φτερά, ο απτέρωτος
αρχ.
(για λόγο)
1. αυτός που δεν έχει λεχθεί, ανείπωτος
2. αυτός που δεν έχει επιβεβαιωθεί, αβέβαιος, αβάσιμος
3. επίθ. της Αθηνάς Νίκης, που εικονιζόταν στην Αθήνα χωρίς φτερά, πράγμα που συμβόλιζε την παραμονή της στην πόλη για πάντα.