άρδω

Greek Monolingual

ἄρδω (Α)
Ι. 1. ποτίζω, αρδεύω
2. (για θεούς και ανθρώπους) ποτίζω ζώο
3. (για ποταμούς) α) παρέχω νερό στους ανθρώπους
β) ποτίζω τη γη
II. (-ομαι)
1. (για πρόσωπα) πίνω
2. ποτίζομαι
3. υδρεύομαι
4. μτφ. περιποιούμαι κάτι, διατηρώ αυτό σε ακμαία και ανθηρή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολογίας. Το ότι ο τ. προέρχεται από αFάρδω ( > Fάρδω > ἄρδω) ενισχύεται από τη μαρτυρία του Ηρωδιανού για το αρχ. . Δεν φαίνεται πιθ. η σύνδεση τόσο με τον τ. ερράδαται (< -Fράδαται < ραίνω), του οποίου το -δ- είναι υστερογενές, όσο και με τους τ. των βαλτικών γλωσσών werdīt «αναβλύζω» (Λεττιτική) και versme% «πηγή» (Λιθουανική), οι οποίοι διαφέρουν σημασιολογικά από το άρδω.