άτρυτος

Greek Monolingual

ἄτρυτος, -ον (Α)
1. ο ακαταπόνητος, ο ακατάβλητος
2. (για τιμωρίες και βάσανα) αδιάκοπος, αδιάπτωτος
3. (για οδό) επίπονος, κουραστικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -τρυτος < τρύω «κατατρίβω, βασανίζω, καταπονώ»].