-η, -ο (Α ἄχορδος, -ον) χορδήνεοελλ.ο χωρίς χορδέςαρχ.1. άμουσος, μη αρμονικός2. φρ. «φόρμιγξ ἄχορδος» — το τόξο (φόρμιγγα χωρίς χορδές).