έγκληση

Greek Monolingual

η (Α ἔγκλησις)
μήνυση την οποία υποβάλλει ο παθών ή όποιος δικαιούται να τήν υποβάλει για αξιόποινη πράξη που δεν διώκεται αυτεπαγγέλτως
αρχ.
1. κατηγορία, καταγγελία
2. μομφή.