ἔγκλησις
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
-εως, ἡ, accusation, PRyl.65.16 (i B.C.), Man.1.221 (pl.), etc.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: graf. en pap. ἐνκ-
1 inculpación, acusación, querella τὴν δ' ἔνκλησιν πεποιημένον ... κατὰ τοῦ ... Ἁρμάιος PTor.Choachiti 12.6.24 (II a.C.), τὴν ἔγκλησιν ποιεῖν PRyl.65.15 (I a.C.), cf. POxy.3464.4, 25 (I d.C.), esp. en la fórmula τὴν ... ἔφοδον καὶ ἔγκλησιν ἄκυρον ... εἶναι BGU 1113.21 (I a.C.), cf. PTurner 26.13, PHamb.62.16 (ambos II d.C.), ἔ. δέ ἐστι ψόγος ἀδικούντων la acusación es un reproche dirigido a los pecadores Clem.Al.Paed.1.9.80, θόρυβοί τε μάχαι τε, ἐγκλήσεις μεγάλαι Man.1.221.
2 defecto, falta (ἄφεσις) ἐγκλήσεων Manes 39.11.
German (Pape)
[Seite 708] ἡ, das Beschuldigen, Anklagen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκλησις: -εως, ἡ, κατηγορία, Κλήμ. Ἀλ. 145, Μανέθων 1. 221.