έκρους

Greek Monolingual

ἔκρους (-οος), ο (Α)
1. (για ποταμούς) εκροή, εκβολή
2. έκκριση
3. διέξοδος, άνοιγμα για να φεύγουν τα νερά
4. μέσο διαρροής.