έκφορος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκφορος, -ον)
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι
ναυτ. τα σχοινιά της κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο
μσν.
ο γνωστός σε όλους
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω, εξαγώγιμος
2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να κάμει γνωστό, να κοινολογήσει
3. ο παραφερόμενος από πάθος ή οργή, παράφορος
4. αυτός που φέρει έξω, εξάγει, απελαύνει
5. αυτός που κοινολογεί μυστικά, ο ακριτόμυθος
6. εκφραστικός
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔκφορα
οι καρποί της γης
8. φρ. «ἔκφοροι γυναῖκες» — έγκυες γυναίκες.