-ον (AM ἔκφρων, -ον)1. έξω φρενών, εκτός εαυτού, παράφρων, έξαλλος2. μωρός, ανόητος, ηλίθιος3. (για ποιητές ή βακχίδες) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση έξαλλου ενθουσιασμού ή εμπνεύσεως («ἔκφρων καὶ ὁ νοῦς μηκέτι ἐν αὐτῷ ἐνῇ», Πλάτ.).