η (ΑΜ ἔλευσις)1. ερχομός, άφιξη2. φρ. «ἡ ἔλευσις τοῦ Σωτῆρος τοῦ Κυρίου κ.λπ.» — η ενσάρκωση του Χριστού, η κάθοδός του στη γη3. φρ. «ἡ δευτέρα ἔλευσις» — η δευτέρα παρουσία.