ερχομός

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source

Greek Monolingual

ο (Μ ἐρχομὸς) έρχομαι
1. η άφιξη
2. (για τον Χριστό) η έλευση, η ενσάρκωση
μσν.
(για εχθρό) προέλαση, έφοδος.