ἕλιξ, ο, η (Α)1. στριμμένος ελικοειδώς2. (για βόδι) αυτός που έχει στριφτά κέρατα ή ο ειλίπους3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕλιξτο βόδι4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἕλιξβλ. έλικας.