έλλοψ

Greek Monolingual

ἔλλοψ, ο, η και ἔλλοπος και ἐλλός, ο (Α)
1. (ως επίθ. τών ψαριών) άφωνος («ἔλλοπας ιχθῡς»)
2. ως ουσ. α) οποιοδήποτε ψάρι
β) ονομασία ψαριού
γ) φίδι.