έμβρεγμα

Greek Monolingual

το (Α ἔμβρεγμα)
βρεγμένο επίθεμα, κομπρέσα
νεοελλ.
το φαρμακευτικό προϊόν που λαμβάνεται με τη μέθοδο της εμβροχής.