έμπροσθεν
Greek Monolingual
(AM ἔμπροσθεν, Α και ἔμπροσθε)
επίρρ.
1. τοπ. μπροστά
2. χρον. πριν, προηγουμένως
3. σε σύγκριση
αρχ.
1. (ως πρόθ. με γεν.) (για τόπο) μπροστά από κάτι («ἔμπροσθε γὰρ αὐτῆς ἦσαν ἄλλαι νέες φίλιαι», Ηρόδ.)
2. α) τὸ ή τὰ ἔμπροσθε(ν)
η πρόσοψη
β) οἱ ἔμπροσθεν
οι πρόγονοι, οι προγενέστεροι άνθρωποι, οι παλαιοί.