-η, -ο και ενάστερος, -η, -ο (Α ἔναστρος, -ον)ο γεμάτος αστέρια, ο αστροφώτιοτος («έναστρος ουρανός»)αρχ.1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στα αστέρια2. λαμπερός, αστερόφεγγος, φωτεινός («ἔναστροι ἰδέαι»).