Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ένεδρος
Greek Monolingual
(I) ἔνεδρος, ο (AM) μσν. ο ενεδρευτής αρχ. αυτός που κατοικεί σ' έναν τόπο, ένοικος («αὐλάς ποίαςἔνεδρος ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», Σοφ.). (II) ἔνεδρος, -α, -ον (Α) αυτός που αναφέρεται στην έδρα, στον πρωκτό.