ένυλος

Greek Monolingual

ἔνυλος, -ον (AM) ύλη
μσν.
1. υλικός
2. δασώδης
αρχ.
1. αυτός που περιέχεται στην ύλη, στο σώμα
2. αστρολ. ο προορισμένος να υποστεί ζημιά σε δάσος, δηλ. από πυρκαγιά.
επίρρ...
ἐνύλως (αντίθ. του ἀύλως) κατά τρόπο ένυλο, υλικώς.