έξοχος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔξοχος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που υπερέχει, υπέροχος, διακεκριμένος («έξοχος συγγραφέας»)
2. (για πράγμ.) εξαίρετος, άριστης ποιότητας («έξοχη παράσταση»)
3. (υπερθετικό) τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)
αρχ.
αυτός που προεξέχει («πρῶνες ἔξοχοι», Πίνδ.).
επίρρ...
έξοχα (AM ἐξόχως και ἔξοδα)
α) λαμπρά, πολύ καλά
β) (AM) εξαιρετικά, κατ' εξαίρεσιν, ξεχωριστά
γ) (Α) περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον («ἐμέ δ' ἔξοχα πάντων ζήτει»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράγωγο του ρ. εξ-έχω με την ετεροιωμένη βαθμίδα (οχ-) του ρ. έχω].