Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
έποχος
Greek Monolingual
ἔποχος, -ον [[επ-έχω]] (Α) 1. αυτός που μετακινείται με μεταφορικό μέσο («ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», Αισχύλ.) 2.εκείνος που κάθεται σταθεράπάνω στο άλογο 3. ο γυμνασμένος στην ιππασία 4.πλωτός 5.μτφ. ο εμπνεόμενος από μανία, τρελός.