έωθεν

Greek Monolingual

ἕωθεν (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἠῶθεν) [ἕως II]
από την αυγή, από τα χαράματα, από το πρωί, από νωρίς
αρχ.
(φρ. α) «ἕωθεν εὐθύς» — πρωί-πρωί, από τα χαράματα
β) «αὔριον ἕωθεν» — αύριο πρωί-πρωί, αύριο τα χαράματα.