ήπατος

Greek Monolingual

ἥπατος, ό (Α)
ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από το ήπαρ
έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι η λ. είναι αιγυπτιακής προέλευσης].