Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ίλος
Greek Monolingual
(I) ὁ, Α 1.καθετί που αποσπάται με βίαιο τρόπο και, κυρίως, λεπτόχνούδι 2.στον πληθ.oἱ τίλοι οι λεπτές τρίχες τών φρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω].