ίλος

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
1. καθετί που αποσπάται με βίαιο τρόπο και, κυρίως, λεπτό χνούδι
2. στον πληθ. oἱ τίλοι
οι λεπτές τρίχες τών φρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω].