ίονθος
Greek Monolingual
ἴονθος, ὁ (Α)
1. ρίζα τρίχας, νέα τρίχα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν τριχῶν»
3. (κατά τον Φρύν.) «ἡ ἐπὶ τοῦ προσώπου ἅμα τῇ τριχῶν ἐκφύσει τῶν πρώτων γινομένη οἴδησις» — εξάνθημα στο πρόσωπο, το οποίο συνοδεύει την πρώτη εμφάνιση γενιού («ἐξανθήματα... μικρὰ οἶον ἴονθοι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα wendh- «τρίχα, μαλλί» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. find «κόμη», το αρχ. άνω γερμ. wintbrāva «κόμη», το αρχ. πρωσ. wanso «πρώτα γένια» κ.ά. Ο αρχ. ελλ. τ. προήλθε από αναδιπλασιασμένο Fı-Foνθoς.
ΠΑΡ. αρχ. ιονθάς, ιονθώδης].