Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ίσκα
Greek Monolingual
και ήσκα και ύσκα, η (ΑΜ ἴσκα και ὕσκα) 1.κοινήονομασία μύκητα που αναπτύσσεται κυρίωςπάνω σε οξιές, βαλανιδιές και καρυδιές 2. η ξεραμένη σάρκα του ομώνυμου μύκητα η οποία χρησιμοποιείται ως προσάναμμα. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.].