αΐδρυτος

Greek Monolingual

ἀΐδρυτος και ἀνίδρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος, άνεστιος
2. ασταθής, μεταβαλλόμενος, άστατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (ν)- στερητ. + ἱδρύω.