αβροδίαιτος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἁβροδίαιτος, -ον)
1. μαλθακός, τρυφηλός
2. ασκληραγώγητος, αγύμναστος, λεπτεπίλεπτος
3. το ουδ. ως ουσ. το ἁβροδίαιτον
η εκθήλυνση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁβρὸς + δίαιτα.
-η, -ο (Α ἁβροδίαιτος, -ον)
1. μαλθακός, τρυφηλός
2. ασκληραγώγητος, αγύμναστος, λεπτεπίλεπτος
3. το ουδ. ως ουσ. το ἁβροδίαιτον
η εκθήλυνση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁβρὸς + δίαιτα.