ο (Μ ἀγάς)τίτλος Τούρκου αξιωματούχου, άρχοντας, διοικητήςνεοελλ.μτφ.1. δεσποτικός, τύραννος2. αυτός που ζει με μεγάλη οικονομική άνεση.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. aga (= διοικητής)].