αγένεια

Greek Monolingual

η (Α ἀγένεια) ἀγενής
νεοελλ.
έλλειψη ευγένειας, καλών τρόπων στην κοινωνική συμπεριφορά, απρέπεια
αρχ.
ταπεινή καταγωγή.