αγιοποιώ
Greek Monolingual
(Μ ἁγιοποιῶ) (-έω)
νεοελλ.
ανακηρύσσω επίσημα ως άγιο κάποιον θνητό μετά τον θάνατό του
μσν.
καθαγιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἁγιοποιός.
ΠΑΡ. αγιοποίηση].
(Μ ἁγιοποιῶ) (-έω)
νεοελλ.
ανακηρύσσω επίσημα ως άγιο κάποιον θνητό μετά τον θάνατό του
μσν.
καθαγιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἁγιοποιός.
ΠΑΡ. αγιοποίηση].