αγναντεύω

Greek Monolingual

βλέπω, παρατηρώ κάτι από μακριά και συνήθως από ψηλά, ατενίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίρρ. αγνάντια.
ΠΑΡ. αγνάντεμα].