αγνωμονώ
Greek Monolingual
(Α ἀγνωμονῶ -έω) ἀγνώμων
είμαι αγνώμων, αχάριστος, συμπεριφέρομαι άσπλαχνα ή άδικα σε κάποιον
αρχ.
παθ. μέ μεταχειρίζονται άσχημα, μού συμπεριφέρονται άδικα ή απρεπώς.
(Α ἀγνωμονῶ -έω) ἀγνώμων
είμαι αγνώμων, αχάριστος, συμπεριφέρομαι άσπλαχνα ή άδικα σε κάποιον
αρχ.
παθ. μέ μεταχειρίζονται άσχημα, μού συμπεριφέρονται άδικα ή απρεπώς.