αχάριστος
From LSJ
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (AM ἀχάριστος, -ον) χαρίζομαι
αυτός που δεν χρωστάει χάρη για κάποια ευεργεσία, ο αγνώμονας
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος
2. δυσάρεστος
3. (για πρόσωπα) δυσμενής
4. ο ανανταπόδοτος
5. το ουδ. ως ουσ. το αντίδοτο.
(II)
-η, -ο χαρίζω
1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν χαρίσει ή δωρίσει σε κάποιον
2. όποιος δεν χαρίζει τίποτε, ο αφιλότιμος.