αγνώμων
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
Greek Monolingual
ἀγνώμων, -ον (Α)
νεοελλ.
αυτός που δεν αναγνωρίζει την ευεργεσία που του έγινε, ο αχάριστος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει κρίση ή λογική, ανόητος, αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος
2. ισχυρογνώμων
3. αναίσθητος, σκληρόκαρδος
4. αυτός που λησμονεί ή δεν αναγνωρίζει τα χρέη του
5. αυτός που βρίσκεται σε άγνοια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + γνώμη.
ΠΑΡ. αγνωμονώ, αγνωμοσύνη αρχ. ἀγνωμονεύω
νεοελλ.
αγνωμονικός].