αγροφυλακιάτικο
Greek Monolingual
το αγροφύλακας
αμοιβή σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται από τους αγρότες στους αγροφύλακες για τη φύλαξη τών κτημάτων τους.
το αγροφύλακας
αμοιβή σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται από τους αγρότες στους αγροφύλακες για τη φύλαξη τών κτημάτων τους.