αγυρτικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀγυρτικός, -ή, -όν) ἀγύρτης
αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αγύρτη, απατηλός, αλήτικος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγυρτικόν
απάτη, απατεωνιά.