αγχιβαθής

Greek Monolingual

ἀγχιβαθής, -ές (Α)
1. λέγεται για τη θάλασσα που είναι βαθιά μέχρι και την ακτή
2. βαθύς, ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + βάθος.