αδίστακτος

Greek Monolingual

και -χτος, -η, -ο (AM ἀδίστακτος, -ον) διστάζω
αρχ.-νεοελλ. αυτός που δεν διστάζει για κάτι, δεν έχει δισταγμούς ή αμφιβολίες, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ηθικές αναστολές, ανενδοίαστος, στυγνός
αρχ.
αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν αμφιβολίες, αναμφίβολος, σίγουρος, βέβαιος.