σίγουρος
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. ασφαλής, ακίνδυνος («ο δρόμος αυτός δεν είναι σίγουρος»)
2. βέβαιος («είμαι σίγουρος ότι έχω δίκιο»)
3. το ουδ. ως ουσ. το σίγουρο
είδος φυτού
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σίγουρα
ασφαλώς, βεβαίως («σίγουρα θα τελειώσω σήμερα»)
5. φρ. α) «στα σίγουρα» — οπωσδήποτε
β) «το 'χει για σίγουρο» — το θεωρεί ως γεγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sicuro «σίγουρος, ασφαλής» < λατ. securus)].