αδόκιμος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδόκιμος, -ον) δόκιμος
μη παραδεδεγμένος, μη εγκεκριμένος, μη καθιερωμένος
νεοελλ.
«αδόκιμη λέξη», αυτή που δεν απαντά σε δόκιμους, σε κλασικούς δηλαδή συγγραφείς
«αδόκιμος συγγραφέας», άσημος, μη κλασικός, αυτός που δεν διαβάζεται
αρχ.
1. (για νομίσματα) κίβδηλος, ψεύτικος
2. άσημος, αφανής
3. (για πρόσωπα) διεφθαρμένος, απόβλητος.