αειφεγγής
Greek Monolingual
ἀειφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει διαρκώς, ο πάντοτε λαμπρός, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + φεγγὴς < φέγγος.
ἀειφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει διαρκώς, ο πάντοτε λαμπρός, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + φεγγὴς < φέγγος.