αεράκι

Greek Monolingual

και αγεράκι, το αέρας
1. ελαφριά πνοή ανέμου, απαλός άνεμος, αύρα
2. φρ. «έπιασε» ή «έβαλε» ή «σήκωσε αεράκι», ἀρχισε να φυσάει ελαφρά.