και αγεράκι, το αέρας1. ελαφριά πνοή ανέμου, απαλός άνεμος, αύρα2. φρ. «έπιασε» ή «έβαλε» ή «σήκωσε αεράκι», ἀρχισε να φυσάει ελαφρά.